άθετος

άθετος
-η, -ο (Α ἄθετος, -ον)
νεοελλ.
ατοποθέτητος
αρχ.
1. ο δίχως θέση ή τόπο
2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος
3. επίρρ. ἀθέτως
παράνομα, δεσποτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + θετός < τίθημι.
ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄθετος — without position masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθετος — η, ο αυτός που δεν τοποθετήθηκε, ατοποθέτητος: Τελικά η κλειδαριά στην εξώπορτα έμεινε άθετη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθέτως — ἄθετος without position adverbial ἄθετος without position masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθετον — ἄθετος without position masc/fem acc sg ἄθετος without position neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθετώτατοι — ἄθετος without position masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέτου — ἄθετος without position masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέτους — ἄθετος without position masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέτων — ἄθετος without position masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθετα — ἄθετος without position neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθετοι — ἄθετος without position masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”